- βαλανίου
- βαλάνιονdecoction of acornsneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομφακίς — ὀμφακίς, ίδος, ἡ (Μ) [όμφαξ] η κοίλη θήκη τού βαλανιού, τού καρπού τής δρυός, την οποία χρησιμοποιούσαν στη βυρσοδεψική και ως στυπτικό φάρμακο … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek